- χελωνῶν
- χελώνηlipfem gen plχελωνόςturtlemasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Χελωνῶν — Χελώνη lip fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρέτα καρέτα — (caretta caretta).Είδος θαλάσσιας χελώνας που ανήκει στην οικογένεια chelonidae όπως και το είδος Chelonia mydas. Τα δύο αυτά είδη μαζί με το είδος Dermochelys coriacea της οικογένειας dermochelyidae απαντώνται και στη Μεσόγειο θάλασσα. Η κ.κ.… … Dictionary of Greek
EXUVIAE — proprie serpentum superficies. Solin. de scytale serpente c. 27. In hoc tamen squamarum nitore hiemales exuvias prima ponit. Graecis τὸ γῆρας et σῦφαρ, ut apud Hesych. videre est. Unde et γῆρας χελωνῶν, exuviae testudinum, et Latinis vett. suber … Hofmann J. Lexicon universale
δοντιά — Όργανα της στοματικής κοιλότητας που ανήκουν στο πεπτικό σύστημα και εκτελούν την τομή και τη σύνθλιψη των στερεών τροφών. Μολονότι τα δ. αποτελούν χαρακτηριστικό στοιχείο των σπονδυλοζώων, μπορεί να ατροφήσουν και σε αυτά τα ζώα, οπότε… … Dictionary of Greek
εμύδες — ή εμυδίδες, οι ζωολ. οικογένεια χελωνών που ζει σε λίμνες και τέλματα και τρέφεται κυρίως με ψάρια … Dictionary of Greek
εμύς — (emys). Γένος αμφίβιων ερπετών της οικογένειας των εμυδιδών, που περιλαμβάνει τις αποκαλούμενες χελώνες των γλυκών νερών ή νερoχελώνες. Κυριότερα είδη είναι η ε. η λεπρώδης, που ζει στο Αλγέρι και στο Μαρόκο, και η ε. η ιλυόβιος, γνωστή με την… … Dictionary of Greek
κλέμμυς — ο (Α κλεμμύς, ύος, ἡ) νεοελλ. ζωολ. γένος μικρών χερσόβιων ημιϋδρόβιων χελωνών τής οικογένειας emydidae αρχ. χελώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση με το αρχ. ινδ. kūrma «χελώνα» απλή εικασία. Η λ. αντιστοιχεί σε έναν αμάρτυρο τ. *κλωμός,… … Dictionary of Greek
κρυπτόδειρα — (cryptodira). Υπόταξη χελωνών, στην οποία περιλαμβάνονται οι περισσότερες σύγχρονες χελώνες. Διακρίνονται από τα πλευρόδειρα (pleurodira) ως προς το ότι αποσύρουν το κεφάλι τους, χαμηλώνοντάς το και στη συνέχεια έλκοντάς το κάθετα μέσα στο… … Dictionary of Greek
λεπιδόχελυς — ο γένος χελώνιων ερπετών τής οικογένειας χελωνιίδες, μικρών θαλάσσιων χελωνών με στρογγυλό κέλυφος … Dictionary of Greek
πηλούσιος — ο, Ν [Πηλούσιον] ζωολ. γένος χελωνών τού νότιου ημισφαιρίου … Dictionary of Greek